THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Συσκευασμένη Ευτυχία #2

Τα σεντόνια εκείνα μύριζαν σκληρό κι αμείλικτο παρελθόν. Δε βράχηκαν ποτέ με συναισθήματα, μόνο με αίμα, αίμα και σπέρμα. Την έβλεπε να κείτεται γυμνή πλάι του, ένα βρώμικο σώμα να συμπληρώνει το μοτίβο της αρρώστιας του, να μοιράζεται τη θλίψη και τη μιζέρια του. Ήταν νέα, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών.
Έγειρε πάνω της, με κάτι σαν -τρυφερότητα δεν το λες- ευγνωμοσύνη μάλλον, ζητιανεύοντας αναμνήσεις. Μέρες είχε να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, το στόμα της μύριζε τεκίλα και εμετό, οικεία μυρωδιά, γνώριμη γεύση. Δεν τη φίλησε, ποτέ δεν τη φιλούσε, ήταν τόσο χλωμή, μόνο άνοιξε τα πόδια της και μπήκε μέσα της κάνοντας τη να ανοιγοκλείσει τα μάτια πρώτη φορά μετά από ώρες. Έκλαιγε, βογκούσε και έκλαιγε, έτριζε το παλιό κρεβάτι κι αυτή μόνο έκλαιγε, μόνο πάσχιζε να δοκιμάσει λίγο απ' τα χείλη του.
Σκοτάδι.

- Σας νοιάζομαι.
- Με λυπάσαι.

Δεν ήταν καλλιτέχνης, ούτε ποιητής, ούτε μουσικός, ούτε θεατρίνος. Δεν ήταν μορφωμένος, ούτε ήξερε κάποια τέχνη. Τα 'φερε έτσι η μοίρα που κατάφερε να παρασιτεί σε όλη του τη ζωή. Δεν ήταν μποέμ, δεν ήταν γιος, αδερφός ή πατέρας, δεν είχε ποτέ γυναίκα, μόνο κάτι βρωμικες πόρνες. Ήταν ήδη νεκρός, γέρος και άρρωστος. Το μέλλον της αβέβαιο, το δικό του ήταν παρελθόν. Ήταν μόνο ένας άρρωστος άνθρωπος.


- Κάποτε θα είμαι τα πάντα για σας.
- Μην έχεις ψευδαισθήσεις, καλή μου.
- Κάποτε θα είμαι τα πάντα για σένα.

Γέλασε.

- Κάποτε, ίσως.

Εκείνο το βράδυ τη φίλησε.

Ξαφνικά δεν είχε αρκετά μάτια για να δει, αρκετά χείλη για να νιώσει.


Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Συσκευασμένη Ευτυχία #1

Αναστατωμένη, περπατά βιαστικά. Τρέμει και λίγο. Τικ-τακ. Έχει αργήσει. Δε φταίει, αυτή ποτέ δεν αργεί, κίνηση, πολλή κίνηση. Δε φταίει, αλήθεια. Τα παπούτσια της βουλιάζουν στα βροχόνερα, ήδη νιώθει τα δάχτυλά της να μουλιάζουν. Κοντεύει, ευτυχώς. 
Κοντοστέκεται λίγο, ψάχνει τα κουδούνια. Σχεδόν νευρικά το δάχτυλό της πιέζει το κουμπί. Έφτασε.

- Πότε άρχισαν τα όνειρα;
- Δε θυμάμαι.
- Πότε;
- Ποτέ.

Κι ύστερα σιωπή. Δε θυμάται. 

- Πονάς;
- Δεν ξέρω.
- Πονάς;
- Κάθε μέρα και λιγότερο, γιατρέ.

Μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει. Οδηγεί προσεκτικά, δεν τρέχει ποτέ, προσέχει, πάντα πρόσεχε. Ν' αντέξει μόνο μέχρι το φαρμακείο, μετά όλα καλά. Σφίγγει τα χείλη της και προσπαθεί να εστιάσει στο δρόμο. Έχει ιδρώσει, θέλει να φτάσει, πρέπει να φτάσει. Η πόρτα του αυτοκινήτου κλείνει δυνατά πίσω της.
Γυρίζει στο αυτοκίνητο, ανοίγει με λαχτάρα το κουτάκι. Βγάζει το χαπάκι, καταπίνει. Γυρίζει σπίτι, είναι καλά.

Ποτέ δεν ήτανε καλύτερα.