Τα σεντόνια εκείνα μύριζαν σκληρό κι αμείλικτο παρελθόν. Δε βράχηκαν ποτέ με συναισθήματα, μόνο με αίμα, αίμα και σπέρμα. Την έβλεπε να κείτεται γυμνή πλάι του, ένα βρώμικο σώμα να συμπληρώνει το μοτίβο της αρρώστιας του, να μοιράζεται τη θλίψη και τη μιζέρια του. Ήταν νέα, ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών.
Έγειρε πάνω της, με κάτι σαν -τρυφερότητα δεν το λες- ευγνωμοσύνη μάλλον, ζητιανεύοντας αναμνήσεις. Μέρες είχε να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, το στόμα της μύριζε τεκίλα και εμετό, οικεία μυρωδιά, γνώριμη γεύση. Δεν τη φίλησε, ποτέ δεν τη φιλούσε, ήταν τόσο χλωμή, μόνο άνοιξε τα πόδια της και μπήκε μέσα της κάνοντας τη να ανοιγοκλείσει τα μάτια πρώτη φορά μετά από ώρες. Έκλαιγε, βογκούσε και έκλαιγε, έτριζε το παλιό κρεβάτι κι αυτή μόνο έκλαιγε, μόνο πάσχιζε να δοκιμάσει λίγο απ' τα χείλη του.
Σκοτάδι.
- Σας νοιάζομαι.
- Με λυπάσαι.
Δεν ήταν καλλιτέχνης, ούτε ποιητής, ούτε μουσικός, ούτε θεατρίνος. Δεν ήταν μορφωμένος, ούτε ήξερε κάποια τέχνη. Τα 'φερε έτσι η μοίρα που κατάφερε να παρασιτεί σε όλη του τη ζωή. Δεν ήταν μποέμ, δεν ήταν γιος, αδερφός ή πατέρας, δεν είχε ποτέ γυναίκα, μόνο κάτι βρωμικες πόρνες. Ήταν ήδη νεκρός, γέρος και άρρωστος. Το μέλλον της αβέβαιο, το δικό του ήταν παρελθόν. Ήταν μόνο ένας άρρωστος άνθρωπος.
- Κάποτε θα είμαι τα πάντα για σας.
- Μην έχεις ψευδαισθήσεις, καλή μου.
- Κάποτε θα είμαι τα πάντα για σένα.
Γέλασε.
- Κάποτε, ίσως.
Εκείνο το βράδυ τη φίλησε.
Ξαφνικά δεν είχε αρκετά μάτια για να δει, αρκετά χείλη για να νιώσει.
Έγειρε πάνω της, με κάτι σαν -τρυφερότητα δεν το λες- ευγνωμοσύνη μάλλον, ζητιανεύοντας αναμνήσεις. Μέρες είχε να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, το στόμα της μύριζε τεκίλα και εμετό, οικεία μυρωδιά, γνώριμη γεύση. Δεν τη φίλησε, ποτέ δεν τη φιλούσε, ήταν τόσο χλωμή, μόνο άνοιξε τα πόδια της και μπήκε μέσα της κάνοντας τη να ανοιγοκλείσει τα μάτια πρώτη φορά μετά από ώρες. Έκλαιγε, βογκούσε και έκλαιγε, έτριζε το παλιό κρεβάτι κι αυτή μόνο έκλαιγε, μόνο πάσχιζε να δοκιμάσει λίγο απ' τα χείλη του.
Σκοτάδι.
- Σας νοιάζομαι.
- Με λυπάσαι.
Δεν ήταν καλλιτέχνης, ούτε ποιητής, ούτε μουσικός, ούτε θεατρίνος. Δεν ήταν μορφωμένος, ούτε ήξερε κάποια τέχνη. Τα 'φερε έτσι η μοίρα που κατάφερε να παρασιτεί σε όλη του τη ζωή. Δεν ήταν μποέμ, δεν ήταν γιος, αδερφός ή πατέρας, δεν είχε ποτέ γυναίκα, μόνο κάτι βρωμικες πόρνες. Ήταν ήδη νεκρός, γέρος και άρρωστος. Το μέλλον της αβέβαιο, το δικό του ήταν παρελθόν. Ήταν μόνο ένας άρρωστος άνθρωπος.
- Κάποτε θα είμαι τα πάντα για σας.
- Μην έχεις ψευδαισθήσεις, καλή μου.
- Κάποτε θα είμαι τα πάντα για σένα.
Γέλασε.
- Κάποτε, ίσως.
Εκείνο το βράδυ τη φίλησε.
Ξαφνικά δεν είχε αρκετά μάτια για να δει, αρκετά χείλη για να νιώσει.