THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Η πυκνότητα της ζωής του...

......................................................................................................
Πήρε στην τύχη κάτι. Το φόρεσε. Μαύρο. "Για να αναδεικνύεται το λευκό μου δέρμα", έλεγε κάποτε. "Τα ξανθά μου μαλλιά". Κίτρινο τώρα το λευκό της δέρμα. Άσπρα τα ξανθά της μαλλιά κάτω από τη βαφή. "Στο σόι μας ασπρίζουμε νωρίς". Και κιτρινίζουμε νωρίς. Τριάντα έξι σήμερα. Η πρώτη άσπρη τρίχα δέκα χρόνια πριν. Ακριβώς. Την είχε δει Εκείνος πρώτος. Εκείνος που την έκανε. Στα γενέθλιά της. "Μαζί με την πρώτη άσπρη τρίχα στην καρδιά", είπε Εκείνος. Μαγιακόφσκι. Και εννοούσε που την εγκατέλειψε. Αιφνιδίως. "Τι να κάνω, ερωτεύτηκα", της είπε. Λες κι ήταν ο έρωτας φυσική καταστροφή, σεισμός, πυρκαγιά, δε φταις εσύ αν σε κάψει η φωτιά. Λάθος όμως. Φταις. Αν κάθεσαι δίπλα στη φωτιά και της πετάς κουκουνάρια, φταις. Κι αυτό το "ερωτεύτηκα", τι ρήμα... Εικόνισμα του είχε στήσει Εκείνος. Από τη στιγμή που τον γνώρισε αυτό έλεγε. "Όταν ερωτευόμαστε, όταν δημιουργούμε κι όταν ταξιδεύουμε", έλεγε, "η πυκνότητα της ζωής μας γίνεται τεράστια". Όλα για την πυκνότητα λοιπόν. Μαζί της η ζωή χωρίς πυκνότητα προφανώς, αραιή σαν σούπα. "Τεράστια τα κενά", της είπε. "Λυπάμαι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είναι σαν να τη γνώριζα από πάντα". "Ενώ εμένα δεν μπήκες στον κόπο να με γνωρίσεις ποτέ", του είπε. "Λυπάμαι", επανέλαβε. "Μη λυπάσαι", του είπε. Και για μένα αραιή σαν σούπα είναι η ζωή, κι εγώ την πυκνότητα ψάχνω. Απλώς δεν τη βρίσκω εύκολα. Μερικοί είναι γεννημένοι για να τη βρίσκουν, εγώ πάλι όχι. Από παιδί όχι. Από παιδί τούς καλούσα στα πάρτι μου και δεν έρχονταν. Άλλοι έχουν άλμπουμ ολόκληρα με τα πάρτι γενεθλίων τους, εγώ έχω εφιάλτες. Για να έχεις κάτι, μωρό μου, πρέπει πρώτα ν' απαλλαγείς απ' την επιθυμία να το έχεις, είπε ο πατέρας. Τότε γιατί να το έχεις; Γιατί; Είναι παράλογο όλο αυτό. Σταμάτα, μη μιλάς, η δύναμη των λέξεων ξοδεύεται εύκολα, κράτα ό,τι έχεις στην καρδιά σου. Δηλαδή βούλωσέ το, μην κλαίγεσαι, αυτό ήθελε να πει, η κλάψα θα διώξει όσους σου απόμειναν. Το βούλωσε λοιπόν. Και καλύτερα το ψάρι να μην αφήσει τα νερά. Κάνε τη ζωή που είσαι φτιαγμένη να κάνεις. Δηλαδή μην ελπίζεις πολλά, μην ανεβαίνεις. Τίποτα δε θα καταφέρεις. Θα πέσεις μόνο από πιο ψηλά.
Εντάξει, μπαμπάκα, το κατάλαβα.
......................................................................................................
Χτένισε βιαστικά τα μαλλιά, πήρε την τσάντα της και δρόμο. Βρέθηκε στην πλατεία Βικτωρίας, κάθισε στον "Φλόκα", εκεί καθόταν πάντα, καμιά φορά τα πρωινά λαχταρούσε έναν καλό καφέ, να τρατάρει τον εαυτό της κάτι. Ήπιε το διπλό εσπρέσο αργά. Τα πιτσιρίκια έστελναν τα ακατάληπτα μηνύματά τους στα τυφλά. Τι ήταν αυτή η βροχή συνθηματικής γραφής; Ένα στρατήγημα να καλύψουν τι; Ότι και να 'ταν φαίνεται πως το κάλυπταν. Αλλιώς γιατί έμοιαζαν τόσο ευχαριστημένα; Ευχήθηκε να είχε αγοράσει κι εκείνη κινητό. Να μην είχε αυτή τη μανία να ξεχωρίζει, να μην έλεγε γιατί να υποκύπτω σε πλαστές ανάγκες, τι υπερφίαλη σκέψη, καμιά ανάγκη δεν είναι πλαστή άμα προκύψει. Να της έστελναν κι εκείνης ένα μήνυμα. Κι ας ήταν ακατάληπτο, δεν πειράζει. Θα το μετέφραζε μόνη της κατά βούλησιν, όπως τα ξένα τραγούδια όταν ήταν μικρή. Χρόνια πολλά θα το μετέφραζε.
Πλήρωσε. Σηκώθηκε. Αποφάσισε να πάει τελικά. Εντάξει, είχε πει να το κόψει. Όχι σήμερα όμως. Σήμερα το είχε ανάγκη. Τελευταία φορά. Είχε εξαντλήσει και τα μαγαζιά. Σχεδόν. Δυο τρία ακόμα έμεναν, τα κρατούσε για μια ώρα ανάγκης. Σαν σήμερα δηλαδή. Σήμερα θα δοκίμαζε τα νυφικά της Λου Τόμας, εξαιρετικά λένε, έχεις δει στην τηλεόραση δυο τρία, τα φορούσαν γυναίκες παρουσιαστών και ηθοποιοί, ωραία και λιτά, πανάκριβα προφανώς. Αλλά πρώτα να βρει μια καλή δικαιολογία γιατί πήγαινε να διαλέξει νυφικό μονάχη, εντελώς ασυνήθιστο, η νύφη πάντα έχει την ακολουθία της για να ρωτάει τι να διαλέξω, αχ, πείτε μου, βρε παιδιά, κι εσείς, όλα μου πάνε, ποιο είναι όμως τέ-λει-ο πάνω μου;
Έκπληξη, θα πει στην πωλήτρια, θέλω να κάνω σε όλους έκπληξη, να μην ξέρει κανείς πώς θα εμφανιστώ στην εκκλησία.
Σταμάτησε ένα ταξί. "Κολωνάκι", του είπε, "Τσακάλωφ". Ξάπλωσε στο κάθισμα και χαλάρωσε έναν έναν τους μυς της. Στο δρόμο κοίταζε τον κόσμο έξω. Δε σκεφτόταν τίποτ' άλλο. Το νυφικό μόνο. Πόσο θα της πήγαινε. Με τι παπούτσια θα το φορούσε. Με τι τιάρα στα μαλλιά. Όταν πλήρωσε τον οδηγό, σχεδόν χαμογελούσε. Είδες τι εύκολο είναι; Τι θέλει ο άνθρωπος τελικά; Να τον προσέξουν. Να τον περιποιηθούν, να πιστέψουν πως είναι ευτυχισμένος, να του μιλάνε σαν να είναι ευτυχισμένος. Και γίνεται ευτυχισμένος.
......................................................................................................
Τράβηξε τη βαριά βελούδινη κουρτίνα, κρέμασε το νυφικό κι άρχισε να γδύνεται αργά. Το σώμα της γυμνό, λευκό, αποκρουστικό, το φάντασμα του καθρέφτη. Απέστρεψε το βλέμμα μέχρι να το καλύψει με το καινούριο ρούχο. Αυτό έκανε όταν δεν άντεχε. Φόρεσε το υπέροχο φόρεμα στα τυφλά, μοσχοβολούσε παιδικό σαπούνι. Τράβηξε το λαστιχάκι που κρατούσε τα μαλλιά της πίσω. Άνοιξε το σακίδιο και έβαλε λίγο κραγιόν. Τώρα μπορούσε να κοιτάξει στον καθρέφτη. Τώρα ροδαλά μάγουλα και στόμα τριαντάφυλλο, μαλλιά μέχρι τους ώμους χρυσά, πριγκίπισσα τώρα. Έτοιμη για τη γιορτή της.
Τράβηξε τη βαριά κουρτίνα και βγήκε με μικρά μαλακά βήματα έξω. Είδε τη λευκή αντανάκλαση στον απέναντι καθρέφτη, ολόκληρος ο τοίχος γεμάτος από την πριγκίπισσά της. Έκανε μια στροφή με τα χέρια ανοιχτά σαν να χόρευε.
"Χλόη;"
Σταμάτησε. Ποιος φώναζε τ' όνομά της; Ποιος τόνιζε τόσο το "ο"; Χλόοοη; Γύρισε απότομα το κεφάλι. Τα μαλλιά της μετέωρα ένα δευτερόλεπτο.
"Εσύ;" είπε ακόμα μη πιστεύοντας. Παγωμένη. "Πού βρέθηκες εσύ εδώ;"
Σιωπή. Χαμογελάει. Την κοιτάει. Όπως εκτιμάς ένα εξοχικό σπίτι, που κάποτε περνούσες τα καλοκαίρια. Με νοσταλγία αλλά ξένος. Ψάχνεις να δεις τι έμεινε. Βλέπεις τα γκρεμίδια. Διαπιστωτικά. Μένεις αλλού πια. Δε σε νοιάζει. Τις περισσότερες φορές ευτυχής που δεν το αγόρασες.
"Τρόμαξα να σε γνωρίσω..."
Τρόμαξε να τη γνωρίσει. Δηλαδή; Βλέπει τις ουλές της; Αδύνατον κάτω απ' αυτό το φόρεμα. Καλά κρυμμένες ευτυχώς. Ή μήπως λησμονήθηκε; Τόσο εύκολα λησμονήθηκε; "Τι συνορεύει πιο πολύ με το θάνατο;" της έλεγε κάποτε. "Να λιγοστεύεις στη μνήμη όσων σ'αγάπησαν". Ποτέ δε λιγόστεψε Εκείνος. Σαν να την καταράστηκε φεύγοντας. Κάθε πρωί τον ξέπλενε από πάνω της και κάθε βράδυ επέστρεφε ακέραιος στον εφιάλτη της. Ακόμα ένας καλεσμένος που δεν ήρθε στο πάρτι.
"Παντρεύεσαι..."
"Ναι..."
Ναι, που πάει να πει σε ξέχασα. Κι ύστερα ξέχασα ότι σε ξέχασα. Ξέχασα πόσο όμορφος ήσουν. Δε βλέπω πόσο όμορφος είσαι ακόμα. Και τα μαλλιά σου τα μαύρα. Ούτε μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου μετά από τόσα χρόνια. Ούτε μια άσπρη τρίχα στην καρδιά σου όπως φαίνεται.
"Σου πάει".
"Ναι".
Κι εσένα σου πάει το τουίντ σακάκι, αλλά πάλι εσένα όλα σού πήγαιναν, τα κοτλέ παντελόνια, τα καστόρινα παπούτσια, τα καρό κασκόλ, οι χακί καμπαρτίνες, όλα ήταν εσύ, τα φορούσες, δε σε φορούσαν, όπως και η ζωή σου, την πήγαινες, δε σε πήγαινε. Η πυκνή ζωή σου.
"Ποιος είναι ο τυχερός;"
Δεν το εννοούσε. Το είπε όπως το λένε σ'ένα παιδί μπράβο. Πόσω χρονώ είσαι; Έξι. Μπράβο! Από αμηχανία. Εν τη ρύμη του λόγου. Ρωτάς ποιος είναι ο τυχερός λοιπόν; Για να δούμε. Ποιος δε θα 'θελες να 'ναι;
"Δεν τον ξέρεις. Γάλλος είναι. Ο Ζαν-Ζακ. Σεναριογράφος".
"Γάλλος! Πού τον ξετρύπωσες;"
"Τον γνώρισα στο Παρίσι, όταν έκανα μεταπτυχιακά".
Έκπληξη, ε; Ταξίδια κι έρωτας μαζί. Τι νόμιζες δηλαδή; Μόνο εσύ φροντίζεις για την πυκνότητα της ζωής σου;
"Πότε έκανες μεταπτυχιακά;"
"Αμέσως μετά".
Σιωπή. Όλοι ήξεραν τι σήμαιναν αυτές οι δυο λέξεις.
"Δηλαδή ζείς στο Παρίσι; Γι'αυτό δε σε πέτυχα ποτέ στο δρόμο".
"Και ναι και όχι. Το μισό χρόνο".
"Και η δουλειά;"
"Γράφω. Ευτυχώς γίνεται κι εδώ κι εκεί".
"Γράφες! Τι γράφεις;"
"Τώρα; Ένα σενάριο για τη γαλλική τηλεόραση, ευρωπαϊκή συμπαραγωγή. Μαζί με τον Ζαν-Ζακ".
"Μπράβο, Χλόη! Θα το δούμε δηλαδή;"
"Αν έρθετε στο Παρίσι, βεβαίως θα το δείτε. Αλλιώς θα πρέπει να ελπίζετε να το αγοράσει η ΕΤ".
"Τι θέμα;"
"Χμ... Για να στο πω συνοπτικά, μιλάει για την πυκνότητα της ζωής μας".
Γιατί στραβομουτσουνιάζεις αγάπη μου; Σωστά άκουσες. Σε μάσησα και σ' έκανα ακίνδυνες λέξεις, λέξεις που θα με κάνουν πλούσια και διάσημη κι ανέφικτη για σένα. Σε τίναξα από πάνω μου όπως τινάζει ο σκύλος τα βρομόνερα απ' τη γούνα του. Κοίτα με καλά τώρα . Στο κέντρο του παραμυθιού μου βασίλισσα τώρα, το λευκό μου φουστάνι ανεμίζει, τα μαλλιά μου χρυσά στους ώμους, τα τηλεοπτικά συνεργεία έτοιμα στο πρόσταγμά μου, ο Ζαν-Ζακ δίπλα μου, του ζητάω λίγο παγωμένο νερό, κι ο ανόητος όμορφος άντρας απέναντί μου, εσύ, με κοιτά όπως δε μ' είχε κοιτάξει ποτέ. Με θαυμασμό. Δεν έχεις άδικο. Ποτέ δεν ήμουν πιο ωραία από σήμερα, ποτέ δεν κατοίκησα σε τόσο ηλιόλουστη, σε τόσο τολμηρή αφήγηση.
"Εσύ;" τον ρώτησε ξεθαρρεμένη πια, τινάζοντας τον χρυσό καταρράκτη πίσω. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε ένα πουράκι. Υπέροχη. Κάθισε στο σκαμπό ανασηκώνοντας λίγο το μακρύ φόρεμα, τα πόδια της μακριά και λεπτά σταύρωσαν ανέμελα. "Τι κάνεις εδώ;"
......................................................................................................
"Έχω αρχίσει μια μορφή συνεργασίας με τη Λου. Στις εξαγωγές. Ξέρεις".
Δεν ξέρω. Πώς να ξέρω; Ποτέ δε θέλησες να ξέρω πόσο πυκνή έγινε η ζωή σου. Με άφησες να πνίγομαι μόνη μου στη σούπα.
Κι εκείνη; Η ερώτηση έκαιγε τη γλώσσα της, μα λέξεις δε γινόταν. Τι να ρωτήσεις άμα φοβάσαι τόσο την απάντηση; Καλύτερα όχι. Ευεργεσία η άγνοια. Την πλάθεις την άγνοια σιγά σιγά σε ό,τι σχήμα θέλεις. Ενώ η γνώση ξυράφι. Σε κόβει κάθε μέρα. Πάει να κάνει κρούστα η πληγή και ξανανοίγει. Αίμα ξανά. Μέχρι πότε αυτό το αίμα; Να φύγει λοιπόν, να τον προλάβει. Να φύγει όσο ακόμα είναι πριγκίπισσα.
"Πάω ν' αλλάξω. Με περιμένουν..."
Πληθυντικός αριθμός. Της ευπρέπειας. Δε λες "με περιμένει" σε παλιό εραστή. Απαγορευμένη η επίδειξη ευτυχίας. Κακόγουστος ο πλούσιος που ανεμίζει τα φλουριά του. Λες απλώς "με περιμένουν" και χαμογελάς. Θα καταλάβει Εκείνος, μην ανησυχείς. Και θα νιώσει το αναπόφευκτο τσίμπημα. Αυτό που νιώθεις όταν δε σε ψάχνει πια αυτή που σ' έψαχνε, δε σε περιμένει αυτή που ανυπομονούσε να σε δει, όταν άλλος έχει πάρει τη θέση σου στο κρεβάτι της, στο τραπέζι της, δίπλα της στο σινεμά. Έστω κι αν απ' τη θέση αυτή μόνος σου σηκώθηκες κι έφυγες. Αντικαταστάθηκες κι αυτό έχει σημασία. Ουδείς αναντικατάστατος, ναι, αλλά πονάει όταν εσύ είσαι ο ουδείς.
Της χαμογελάει ξανά.
"Χάρηκα πολύ που σε είδα. Έστω κι έτσι".
Τι εννοούσε έστω κι έτσι; Κατά πάσα πιθανότητα του ξέφυγε. Έστω κι ευτυχισμένη, ήθελε να πει. Θα προτιμούσε να την έβλεπε κουρέλι. Να έλεγε μετά στους φίλους του, σ' Εκείνη, ξέρεις ποια είδα σήμερα; Τη Χλόη, τη θυμάσαι; Ε, λοιπόν, τρόμαξα να τη γνωρίσω. Χάλια. Χάλια. Ήμουν εγώ μ' αυτή τη γυναίκα;
"Κι εγώ χάρηκα..."
Δίστασε ένα λεπτό. Κρατούσε το βελούδινο παραβάν με το 'να χέρι κι έπαιζε με τα μαλλιά της με το άλλο.
"Χαιρετίσματα στη Μάνια".
Σιωπή. Εκείνος σηκώνει το κεφάλι αιφνιδιασμένος. Νόμιζες πως δε θα ρωτούσα, ε; Κι εγώ το ίδιο νόμιζα αλλά δεν. Μερικές φορές όσο και να, δεν. Αδύνατον. Ο εαυτός σου πολεμάει τον εαυτό σου.
"Θα της τα δώσω. Μόλις τη δω. Είναι στη Νέα Υόρκη, γίνεται ένα συνέδριο για την Ανταρκτική. Μ'αυτό ασχολείται τώρα. Είναι ένα γκρουπ ανθρώπων όλων των ειδικοτήτων".
Καλά, καλά, μη συνεχίζεις καταλάβαμε. Η πυκνότητα της ζωής της πυκνότατη. Σαν τη δική σου.
Βούρκωσε. Πάει. Αυτό ήταν. Βατραχίνα πια η πριγκίπισσα. Λερώθηκε το λευκό φουστάνι, εξατμίστηκε ο Ζαν-Ζακ. Την πέταξαν ξανά μες στη σούπα της.
Άνοιξε διάπλατα την κουρτίνα, χώθηκε από πίσω, την ξανατράβηξε. Αδύνατον να εκθέτει το πρόσωπό της άλλο σ' Εκείνον. Αδύνατον έτσι γυμνό.
"Γεια χαρά λοιπόν", του είπε από μέσα. "Στο επανιδείν".
"Στο επανιδείν", επανέλαβε κι αυτός. Ξαφνιασμένος. Δεν περίμενε την έκτακτη απόσυρσή της.
Άκουσε τα βήματά του να απομακρύνονται. Έβγαλε το λευκό άχρηστο φόρεμα και ξανακρύφτηκε στο δικό της. Βγήκε τρέχοντας σχεδόν έξω απ' το κατάστημα. Ευχόταν με όλη της τη δύναμη να μη συναντήσει την πωλήτρια στο δρόμο της. Ούτε Εκείνον φυσικά. Κυρίως να μη συναντήσει Εκείνον. Το πεζοδρόμιο έκαιγε απ' τον ήλιο. "Ταξί", φώναξε, "ταξί!" Έλα, πρέπει να απομακρυνθώ απ' αυτό το ναρκοπέδιο, πήγαινέ με σπίτι, στην τρύπα μου. Αν αυτό είναι ζωή, δεν μπορώ να το συνεχίσω. Θέλω μόνο να βραδιάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Να τελειώσει πια αυτό το έργο.
Να ξεκουραστώ.


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο της Λένας Διβάνη, "Ψέματα".