Δώδεκα.
Αν πέθαινα, πένα στο χέρι σφίγγοντας
πρελούδια λάσπης θα 'γραφα
που σε κάνουν να φτύνεις τ' αποτσίγαρα
τη μουχλιασμένη λάβα της ψυχής σου
να καις
και να κλαις τ'αποκαϊδια της.
Δύο και τέταρτο.
Λερωμένα σκιάχτρα υψώνω
μια πόρπη
από παλάμες βρώμικων χεριών
σε δωμάτια πνιγηρά
από γέλιο που
με στροβίλιζε στη δίνη του.
Τέσσερις και έξι λεπτά.
Μ'ένα χάδι
του μυαλού μου τα σημάδια ν'ανατρέπεις
μέσα στη μνήμη μόνο
αναθεωρημένο πάθος
αράχνη με πολλαπλές κατόψεις
το χάσμα διεκδικεί.
Πέντε και μισή.
Σ'ένα ποτήρι μπράντι
να πνίγω την οδύνη στο μεδούλι
να χαμογελώ δίχως χείλη
τη σκέψη μου που ανέρχεται σε νεκρά μέλη
δάκρυα εξιλέωσης
κι αθέατες μάζες.
Ξημέρωσε.
Κι αν έπεφτε σκιά
κι αν την ομίχλη προσκαλούσες
θα ήμουν κι εγώ
ανούσια παρουσία
λόγια δίχως λέξη
τρελαίνομαι.
Σκέψεις στεγνού μυαλού σε μια στεγνή εποχή.
Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο.
Αν πέθαινα, πένα στο χέρι σφίγγοντας
πρελούδια λάσπης θα 'γραφα
που σε κάνουν να φτύνεις τ' αποτσίγαρα
τη μουχλιασμένη λάβα της ψυχής σου
να καις
και να κλαις τ'αποκαϊδια της.
Δύο και τέταρτο.
Λερωμένα σκιάχτρα υψώνω
μια πόρπη
από παλάμες βρώμικων χεριών
σε δωμάτια πνιγηρά
από γέλιο που
με στροβίλιζε στη δίνη του.
Τέσσερις και έξι λεπτά.
Μ'ένα χάδι
του μυαλού μου τα σημάδια ν'ανατρέπεις
μέσα στη μνήμη μόνο
αναθεωρημένο πάθος
αράχνη με πολλαπλές κατόψεις
το χάσμα διεκδικεί.
Πέντε και μισή.
Σ'ένα ποτήρι μπράντι
να πνίγω την οδύνη στο μεδούλι
να χαμογελώ δίχως χείλη
τη σκέψη μου που ανέρχεται σε νεκρά μέλη
δάκρυα εξιλέωσης
κι αθέατες μάζες.
Ξημέρωσε.
Κι αν έπεφτε σκιά
κι αν την ομίχλη προσκαλούσες
θα ήμουν κι εγώ
ανούσια παρουσία
λόγια δίχως λέξη
τρελαίνομαι.
Σκέψεις στεγνού μυαλού σε μια στεγνή εποχή.
Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο.