Εκείνο το βράδυ ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Φοβόταν. Σηκώθηκε. Πλησίασε με αργά βήματα το παράθυρο. Σήκωσε διστακτικά το κεφάλι της. Πανσέληνος. Χωρίς να στρέψει τη ματιά της έπιασε απ'το τραπεζάκι το αιώνιο πακέτο της και άναψε ένα τσιγάρο. Εισέπνευσε βαθιά τον καπνό. "Μην καπνίζεις! Δε μ'αρέσει!". Έτσι της είχε πει. Κι εκείνη τσαφ! - το 'κοψε. Φοβόταν βλέπεις.
Τώρα ήταν αλλιώς. Φαίνεται όταν έπρεπε να είναι ξύπνια αυτή κοιμόταν. Και τώρα ξαγρυπνούσε. Μια ζωή έτσι ήταν. Έδινε την ψυχή της σε ό,τι αγαπούσε. Και κάθε φορά την έπαιρνε πίσω κομμάτια, σπασμένο γυαλί. Όμως αυτή τη νύχτα δεν πάει άλλο. Δεν μπορεί πια να κρύψει το φόβο της. Φοβάται. Φοβάται να κοιμηθεί, γιατί φοβάται τα όνειρά της. Εφιάλτες τα όνειρά της, ατσάλινα δεσμά που την πνίγουν. Φοβάται και να μείνει ξύπνια γιατί φοβάται τον εαυτό της. Τον εαυτό της που ξέρει την αλήθεια.
Κοιτάζει γύρω της το δωμάτιο. Όλα είναι όπως πριν. Ρούχα πεταμένα σωρός πάνω στο κρεβάτι - μαζί κι ένα δικό του πουκάμισο που 'χε ξεχασμένο στο συρτάρι της. Και τα βιβλία της σκορπισμένα πάνω στο πιάνο. Δίπλα από τη φωτογραφία... Όλα είναι στη θέση τους. Όλα. Μόνο το γεμάτο σταχτοδοχείο προδίδει το φόβο της. Και το φόρεμά της που μέρες τώρα δεν έχει βγάλει. Εκείνος της το 'χε χαρίσει, πώς θα μπορούσε; Φοβόταν.
Έκατσε στο πιάνο. Το πιάνο της. Το χέρι της γλίστρησε τρυφερά πάνω στα πλήκτρα. Το τράβηξε αμέσως. Ξένος ήχος. Δεν ήταν εκείνη. "Μόνο αυτό θα είναι δικό σου για πάντα", της είχε πει χαϊδεύοντας το πιάνο. "Τίποτ' άλλο". Δε ρώτησε γιατί. Φοβόταν να μάθει. Άρχισε να παίζει το αγαπημένο της σεληνόφως. Τίποτα. Δυο χέρια νεκρά κολλημμένα στο σώμα της. Δυο χέρια ανίκανα να μιλήσουν. Και τι να πουν;
Το βλέμμα της έπεσε στη φωτογραφία. "Γέλα λίγο, γέλα! Μην είσαι κατσούφα!", της είπε εκείνος. Κι εκείνη γέλασε. Γέλασε παρόλη τη μελαγχολία της. Γέλασε παρόλο το φόβο της. Γέλασε γιατί τον αγαπούσε. Κι έτσι να η φωτογραφία κορνιζαρισμένη σαν τα κρύα χαρτιά και τα διπλώματα. "Αφού γελάς", της είπε. "Μα δε γελάω στ'αληθινά", ψέλλισε. "Εμένα μ'αρέσει να γελάς", της απάντησε. "Κι όταν δε γελάω;", σκέφτηκε. Αλλά δε ρώτησε. Ποτέ δε ρωτούσε. Φοβόταν.
Μουσικός αυτός. Σκόπευε μια μέρα να κατακτήσει τον κόσμο. "Κάποτε θα με ξέρουν όλοι", έλεγε, "αν δε μ'αφήσεις". "Ποτέ", ορκίστηκε. Δεν το ήθελε όμως. Τον ήθελε δικό της. Ήθελε κι η μουσική να είναι δική τους. Και το ηλιοβασίλεμα να το βλέπουν μαζί, κι αυτό το ήθελε. Για πάντα. Όπως τότε. Δέ μίλησε όμως και πάλι. Φοβόταν.
Όλοι τη νομίζαν δυνατή. Όμως εκέινη φοβόταν. Φοβόταν από εκείνη τη μέρα που, μικρό παιδάκι, έπεσε απ' το ποδήλατο. "Μπαμπά!", φώναζε. "Μη μ'αφήνεις!". Όμως αυτός την άφησε. "Στη ζωή σου κάθε γρατσουνιά θα σε κάνει πιο δυνατή", της είπε και της έβαλε οξυζενέ στο ματωμένο γόνατο.
"Μη μ'αφήνεις", είχε πει και σ'εκείνον. Κι εκείνος έφυγε. Κι ούτε που την άκουσε να πέφτει. Κι ας έκλαιγε τόσο δυνατά. Γιατί έκλαιγε. Έκλαιγε με λυγμούς τώρα και τα δάκρυά της, καυτά, μούσκευαν τις παλάμες της και τις απάλασσαν από εκείνη τη νεκρική σιωπή. Όταν ακούμπησε τα δάχτυλά της στο πιάνο, όλα ήταν όπως πριν. Έπαιζε και τα δάκρυα κυλούσαν. Η φωτογραφία έπεσε με κρότο στο πάτωμα. Ξημέρωσε.