THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

she wore blue velvet

έχω την αίσθηση ότι όλα γυρίζουν
ότι η γη είναι μια σβούρα, ένα κακοστημένο έργο
ένα ατελείωτο όχι, μια άσκοπη καταμέτρηση απώλειας
ένα ποίημα καταραμένου ποιητή

μπαλώματα τα κείμενά μου σε ύφασμα σκισμένο
μνήμες που δεν έλιωσαν ποτέ
είναι το βράδυ ένας τρόπος να κοιμάμαι
και το πρωί να πνίγομαι στο φως σου

κάπου ακούγονται ψίθυροι, κρυφή προσευχή
δυο λόγια στο περιθώριο
δυο ρωγμές που φτύνουν δάκρυ
οι τρύπες των ματιών μου

επαίτης νεκρού ονείρου
κυρίως ανόητος
σκουριασμένο κορμί που πετά στο ημίφως
κι οι στάχτες της θλίψης κουρέλια πάνω σου

το σαμποτάζ του χρόνου, δαίμονα
και η αδρεναλίνη του θανάτου
της άρρωστης ψυχής σου
κάπου να 'σουν κι εσυ

παραμύθι με τέλος θρίλερ
έτσι τα θέλω τα παραμύθια μου
με βία, σεξ και λογική
σάπιες υπάρξεις και φαντάσματα

γιατί οι λέξεις μου πεθαίνουν στο χαρτί
μουτζούρες από ανεξίτηλο μελάνι
και γύρω μου οι άνθρωποι κοιτούν μ'αδιαφορία
την κατάρα να με σέρνει

και το κάθε μου κύτταρο να καίγεται
να χάνεται, να ξερνάει μνήμες
λήθη που πέφτει αστερόσκονη
θάνατος που ορίζει νέες ζωές σε ψόφια κουφάρια

κι όλη μου η ζωή μια ξεφτισμένη σελίδα
ένα σπασμένο πιάνο
μια παλιά φωτογραφία
κι εσύ.


ονειρεύτηκα πολύ μια μικρή ανεμώνη...κι έτσι ξέχασα να ζήσω..

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

alienor

c'était le bruit
à ce moment là
un drôle de bruit
quelque chose différent
il l'a vue
elle n'écoutait pas
mais il l'a vue partir
au moins il l'a vue
elle avait des os en verre
et parfois son cœur était cassant
il ne parlait plus
parce que de temps en temps
le temps sont durs pour le rêveurs
elle n'était l'étoile de personne


et nous étions proche, si proche, toujours plus proche..

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

the will to death

choking with my own saliva
love, look what you've done..
keep thinking of words i wish i'd forget.
my room's full of smoke and mirrors
empty bottles full of stubs
archive singing violently that feeble melody
you know, the one i sang for you.
cold hands trembling, love
me mumbling words, something like love, love
love, isn't it what made you nervous, love?
love, isn't it forbidden?
love, love, love, now i can scream it on the phone
yes, i can piss you off again, you know?
but you ain't listening, you ain't listening..
love, i'm talking about love, if you know what i'm saying.
no disrespect, but that's what you are, love.
what you've never felt, love, what you'll never feel.
i suppose.
thought i knew, but i didn't
thought you cared, but you didn't.
being afraid of your everything
but still being afraid of everything without you.
love, i hate you.

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

only this and nothing more--

so, when you think you're falling
open your arms
and pretend you're flying.
the fall might hurt the same
but the way will be happier-
more innocent-
easier, calmer-
and when those days come
those days, you know i'm sorry
when you can't sleep, can't dream anymore
when you keep listening to the same discordant melody
when you make the same dull dim-remembered story, i'm sorry
when you laugh at me, but smile no more, i'm sorry
i'm sorry
when those days come-
but don't forget
don't you forget, love
by no fear this soul is driven-
cause enamoured heart
makes the words tremble
ceases the blood in the veins
blushes with love-
doesn't exist anymore-
fading memory, love-
''no more! alas that magical sad sound
transforming all! thy charms shall please no more!
thy memory no more!''
accursed...mind-
stupid spectator in a stupid drama
in a motley situation, an invisible barrier
mime that mumbles his words-
empty room, haunting you
or not
whatever-
sweet duty, gone away-
nothing but a heartache everyday--

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

personal responsibility.

Πονάς; Πονάω.
Άσε. Θα υπάρξει χρόνος.
"Θα υπάρξει χρόνος να σκοτώσεις και να δημιουργήσεις.
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο να συναντήσει πρόσωπα που συναντάς.
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών.
Που υψώνονται και ρίχνουν μια ερώτηση στο πιάτο σου.
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα.
Και χρόνος ακόμη για εκατό αβουλίες.
Και για εκατό θεωρήσεις και αναθεωρήσεις."
Έτσι είπε ο Έλιοτ, αγάπη μου.
Έτσι είπες κι εσύ. Κι ο τάδε, κι αυτός τα ίδια είπε.
Επίδειξη γνώσης. Μεγαλείου. Αποτυχημένου παρελθόντος.
Να προσπαθείς να ξεσκεπάσεις την αλήθεια, να επαληθεύσεις τα λανθασμένα δεδομένα σου. Και να επανεξετάζεις γεγονότα, υπάρξεις, δεσμεύσεις, λόγια, υποσχέσεις, αρμονίες, σοφίες.
Μα η σοφία δεν επιδέχεται απόδειξη, αγάπη μου, κι αυτό στο λέω εγώ, το είπε κι η άλλη, κι ετούτος εδώ.
Κι ο χρόνος. Μια ιδέα είναι, γιατί να τρέχεις, να τον παρακολουθείς;
Κι εσύ εκεί. Να βλέπεις τα σημάδια, να ακολουθείς τα νήματα, να ψάχνεις τα νοήματα.
Σαν να υπήρχες και να 'ξερες πραγματικά κάτι απ' τη ζωή μου.
Σαν να 'χες ακούσει κάτι. Κάτι που μου 'χες πει κρυφά πριν από τότε.
Έχεις ακούσει ποτέ πόσο ωραίο είναι να μιλάς; Πόσο όμορφα, σμιλευμένα θα 'λεγε κανείς, με σκοτώνεις;
Βουβές, άλαλες κραυγές, του πλήθους κραύγες, δικές σου κραυγές.
Σαρκαστικά πρόσωπα, μελωδικές μορφές, με τον εαυτό μου στην κορυφή, κι εμένα στον πάτο.
Ανακαλύπτω, αγάπη μου. Ανακαλύπτω και εκφράζομαι. Και αψηφώ και εκφράζομαι και ζω.
Και απαιτώ και βασίζομαι και αναζητώ και δεν κάνω τίποτα, κάνοντας τα πάντα.
Γιατί χωρίς εσένα και χωρίς εμένα και χωρίς εμάς, περιφερόμαστε άσκοπα εμείς οι δύο, να ξέρεις, το ξέρεις.
Γιατί φεύγουμε και αποφεύγουμε, φεύγουμε και πάλι γυρίζουμε εδώ, πάλι οι δυο μας.
Και θα μπορούσα για πάντα να συνεχίσω να γράφω, χωρίς νόημα, αηδίες, ασυναρτησίες.
Όπως θα μπορούσες για πάντα να υπάρχεις όπως είσαι.
Δε με αγγίζει ο χρόνος. Είμαι ο χρόνος.
Κοίτα.. Tο ξέρω ότι πονάς.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

.άσπρο.

Γκζζ. Μπζζ. Γκρρρ. Μπντρκγκρρρ. Ακατανόητοι ήχοι, λέξεις δίχως νόημα. Ψέματα. Κομμένα και ραμμένα στα μέτρα σου. Κακογραμμένοι στίχοι, παράφωνες μελωδίες. Αλήθειες. Αλήθειες που ήταν μες στις χούφτες σου, σπαρταρούσαν εκεί, μέσα στα δάχτυλά σου, κι εσύ τις άφησες να σου φύγουν. Ηλίθιε.
Ανάβεις το δεν-ξέρω-και-γω-ποιο τσιγάρο και ξύνεις με τα δάχτυλα τους σοβάδες από το μουχλιασμένο τοίχο, λευκή σκόνη, να σκορπίζουν στο πάτωμα. Χάρηκες. Μόνο μυτιές που δεν έριξες. Δέκα και τέταρτο. Ένα βράδυ ζεστό, υγρό, βασανιστικό, με μια μυρωδιά σαπίλας να διαπερνά τα μέλη σου. Να θες να φωνάξεις, να ουρλιάξεις, να τα πεις χύμα, μια-δυο κουβέντες στο περιθώριο, προτού σου φορέσουν το κοστούμι σου, σε ντύσουν με το πιο σοβαρό σου θλιβερό πρόσωπο και σε αραδιάσουν στη θέση του ομιλητή. Χμ, δε μοιάζεις καθόλου σαν εκείνους τους άγευστους τύπους των συνεδρίων και των λοιπών ψευτοπαραστάσεων. Μέσα στον καθρέφτη δείχνεις τελείως διαφορετικός. Η σκιά σου.
Δε λυπάσαι. Δεν τους λυπάσαι τους ανθρώπους. Τους αγαπάς. Ή τους μισείς. Ο οίκτος πονάει κι η αδιαφορία. Δε χρειάζεσαι τις άχρηστες και άκαιρες δικαιολογίες, εκείνες που διαρκούν όσο δυο-τρεις ψεύτικοι οργασμοί και αρπάζεις τις στιγμές που είχες αγγίξει μόνο στα όνειρα σου, τις στιγμές που δεν είχες καν ονειρευτεί. Και ξαφνικά νιώθεις τρομερά την ανάγκη του καπνού, μιας ανάμνησης. Μιλώντας, θα εκπλαγείς εσύ ο ίδιος με την υπακοή σου, θα τεντώσεις το λαιμό σου υπερήφανα, καθώς θαρραλέα θα βαδίζεις προς τη γκιλοτίνα. Μόνος.
Συγνώμη, λάθος. Συγνώμες, συγνώμες, κι άλλες συγνώμες. Κυρίως συγνώμες. Τόσες, που τις βαρέθηκες. Τόσες, που άμα τις μαζέψεις όλες μαζί θα κάνεις ένα κουβάρι συγνώμες. Ρίχνεις κι εσύ το μίτο, να βρεις μιαν άκρη, αλλά σιγά. Μαλακίες. Και άλλα πολλά. Ψέματα, αλήθειες, μπερδεμένα κι αυτά στο μίτο, μαλακίες, κρασιά, ξενύχτια, φιλοσοφίες, έρωτες, ταξίδια, αηδίες. Τα βαρέθηκες κι αυτά, κι εσένα, κι αυτές κι αυτούς. Βαρέθηκες. Τις συγνώμες κυρίως. Τις συγνώμες σου, τις συγνώμες ενός και μιας τυχαίας, τις συγνώμες κάτι ανόητων, γελοίων. Μην ξεχνάς ν'ακούς τις συγνώμες σου, αυτές εκεί, τις ανατριχιαστικές συλλαβές που βγαίνουν από τη μαύρη τρύπα που έχεις για στόμα. Να τις ακούς, γιατί κανείς άλλος δεν τις ακούει. Μόνο όταν έχεις πια σωπάσει, τότε η σιωπή σου γίνεται εκκωφαντική, τότε η κρεμάλα γίνεται παράδεισος και η τρέλα προορισμός. Τότε θα εκρήγνυσαι. Μαγεία.
Και καμιά φορά θυμάσαι ότι υπάρχω. Πέτυχες τελικά, με έκανες αόρατη. Άχρωμη και πολύχρωμη. Ταυτόχρονα. Για φαντάσου. Κι εκεί που τα 'χα όλα, δεν έχω τίποτα. Και βρίσκομαι αγκαλιά μ'ένα τηλέφωνο, μ'ένα ανώνυμο γράμμα.
Ανώνυμο γράμμα προς ανώνυμο αποστολέα. Μια κόπια δίσκου σε χαλασμένο γραμμόφωνο. Μια παράφωνη μελωδία, ένας κακογραμμένος στίχος. Ένας άσχημος ήχος. Μια αποτυχημένη προσπάθεια. Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας.
Και εκφωνείς το λόγο σου σε άδεια άιθουσα. Μ'εμένα μόνο ακροατή.
"Μερικές φορές πρέπει να χάσεις τον έλεγχο μόνο και μόνο για να πεις ότι τον έχασες. Καληνύχτα σας."
Βεβαίως κύριε Πρόεδρε. Ό,τι πείτε.



_Αφιερωμένο_

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Η πυκνότητα της ζωής του...

......................................................................................................
Πήρε στην τύχη κάτι. Το φόρεσε. Μαύρο. "Για να αναδεικνύεται το λευκό μου δέρμα", έλεγε κάποτε. "Τα ξανθά μου μαλλιά". Κίτρινο τώρα το λευκό της δέρμα. Άσπρα τα ξανθά της μαλλιά κάτω από τη βαφή. "Στο σόι μας ασπρίζουμε νωρίς". Και κιτρινίζουμε νωρίς. Τριάντα έξι σήμερα. Η πρώτη άσπρη τρίχα δέκα χρόνια πριν. Ακριβώς. Την είχε δει Εκείνος πρώτος. Εκείνος που την έκανε. Στα γενέθλιά της. "Μαζί με την πρώτη άσπρη τρίχα στην καρδιά", είπε Εκείνος. Μαγιακόφσκι. Και εννοούσε που την εγκατέλειψε. Αιφνιδίως. "Τι να κάνω, ερωτεύτηκα", της είπε. Λες κι ήταν ο έρωτας φυσική καταστροφή, σεισμός, πυρκαγιά, δε φταις εσύ αν σε κάψει η φωτιά. Λάθος όμως. Φταις. Αν κάθεσαι δίπλα στη φωτιά και της πετάς κουκουνάρια, φταις. Κι αυτό το "ερωτεύτηκα", τι ρήμα... Εικόνισμα του είχε στήσει Εκείνος. Από τη στιγμή που τον γνώρισε αυτό έλεγε. "Όταν ερωτευόμαστε, όταν δημιουργούμε κι όταν ταξιδεύουμε", έλεγε, "η πυκνότητα της ζωής μας γίνεται τεράστια". Όλα για την πυκνότητα λοιπόν. Μαζί της η ζωή χωρίς πυκνότητα προφανώς, αραιή σαν σούπα. "Τεράστια τα κενά", της είπε. "Λυπάμαι. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είναι σαν να τη γνώριζα από πάντα". "Ενώ εμένα δεν μπήκες στον κόπο να με γνωρίσεις ποτέ", του είπε. "Λυπάμαι", επανέλαβε. "Μη λυπάσαι", του είπε. Και για μένα αραιή σαν σούπα είναι η ζωή, κι εγώ την πυκνότητα ψάχνω. Απλώς δεν τη βρίσκω εύκολα. Μερικοί είναι γεννημένοι για να τη βρίσκουν, εγώ πάλι όχι. Από παιδί όχι. Από παιδί τούς καλούσα στα πάρτι μου και δεν έρχονταν. Άλλοι έχουν άλμπουμ ολόκληρα με τα πάρτι γενεθλίων τους, εγώ έχω εφιάλτες. Για να έχεις κάτι, μωρό μου, πρέπει πρώτα ν' απαλλαγείς απ' την επιθυμία να το έχεις, είπε ο πατέρας. Τότε γιατί να το έχεις; Γιατί; Είναι παράλογο όλο αυτό. Σταμάτα, μη μιλάς, η δύναμη των λέξεων ξοδεύεται εύκολα, κράτα ό,τι έχεις στην καρδιά σου. Δηλαδή βούλωσέ το, μην κλαίγεσαι, αυτό ήθελε να πει, η κλάψα θα διώξει όσους σου απόμειναν. Το βούλωσε λοιπόν. Και καλύτερα το ψάρι να μην αφήσει τα νερά. Κάνε τη ζωή που είσαι φτιαγμένη να κάνεις. Δηλαδή μην ελπίζεις πολλά, μην ανεβαίνεις. Τίποτα δε θα καταφέρεις. Θα πέσεις μόνο από πιο ψηλά.
Εντάξει, μπαμπάκα, το κατάλαβα.
......................................................................................................
Χτένισε βιαστικά τα μαλλιά, πήρε την τσάντα της και δρόμο. Βρέθηκε στην πλατεία Βικτωρίας, κάθισε στον "Φλόκα", εκεί καθόταν πάντα, καμιά φορά τα πρωινά λαχταρούσε έναν καλό καφέ, να τρατάρει τον εαυτό της κάτι. Ήπιε το διπλό εσπρέσο αργά. Τα πιτσιρίκια έστελναν τα ακατάληπτα μηνύματά τους στα τυφλά. Τι ήταν αυτή η βροχή συνθηματικής γραφής; Ένα στρατήγημα να καλύψουν τι; Ότι και να 'ταν φαίνεται πως το κάλυπταν. Αλλιώς γιατί έμοιαζαν τόσο ευχαριστημένα; Ευχήθηκε να είχε αγοράσει κι εκείνη κινητό. Να μην είχε αυτή τη μανία να ξεχωρίζει, να μην έλεγε γιατί να υποκύπτω σε πλαστές ανάγκες, τι υπερφίαλη σκέψη, καμιά ανάγκη δεν είναι πλαστή άμα προκύψει. Να της έστελναν κι εκείνης ένα μήνυμα. Κι ας ήταν ακατάληπτο, δεν πειράζει. Θα το μετέφραζε μόνη της κατά βούλησιν, όπως τα ξένα τραγούδια όταν ήταν μικρή. Χρόνια πολλά θα το μετέφραζε.
Πλήρωσε. Σηκώθηκε. Αποφάσισε να πάει τελικά. Εντάξει, είχε πει να το κόψει. Όχι σήμερα όμως. Σήμερα το είχε ανάγκη. Τελευταία φορά. Είχε εξαντλήσει και τα μαγαζιά. Σχεδόν. Δυο τρία ακόμα έμεναν, τα κρατούσε για μια ώρα ανάγκης. Σαν σήμερα δηλαδή. Σήμερα θα δοκίμαζε τα νυφικά της Λου Τόμας, εξαιρετικά λένε, έχεις δει στην τηλεόραση δυο τρία, τα φορούσαν γυναίκες παρουσιαστών και ηθοποιοί, ωραία και λιτά, πανάκριβα προφανώς. Αλλά πρώτα να βρει μια καλή δικαιολογία γιατί πήγαινε να διαλέξει νυφικό μονάχη, εντελώς ασυνήθιστο, η νύφη πάντα έχει την ακολουθία της για να ρωτάει τι να διαλέξω, αχ, πείτε μου, βρε παιδιά, κι εσείς, όλα μου πάνε, ποιο είναι όμως τέ-λει-ο πάνω μου;
Έκπληξη, θα πει στην πωλήτρια, θέλω να κάνω σε όλους έκπληξη, να μην ξέρει κανείς πώς θα εμφανιστώ στην εκκλησία.
Σταμάτησε ένα ταξί. "Κολωνάκι", του είπε, "Τσακάλωφ". Ξάπλωσε στο κάθισμα και χαλάρωσε έναν έναν τους μυς της. Στο δρόμο κοίταζε τον κόσμο έξω. Δε σκεφτόταν τίποτ' άλλο. Το νυφικό μόνο. Πόσο θα της πήγαινε. Με τι παπούτσια θα το φορούσε. Με τι τιάρα στα μαλλιά. Όταν πλήρωσε τον οδηγό, σχεδόν χαμογελούσε. Είδες τι εύκολο είναι; Τι θέλει ο άνθρωπος τελικά; Να τον προσέξουν. Να τον περιποιηθούν, να πιστέψουν πως είναι ευτυχισμένος, να του μιλάνε σαν να είναι ευτυχισμένος. Και γίνεται ευτυχισμένος.
......................................................................................................
Τράβηξε τη βαριά βελούδινη κουρτίνα, κρέμασε το νυφικό κι άρχισε να γδύνεται αργά. Το σώμα της γυμνό, λευκό, αποκρουστικό, το φάντασμα του καθρέφτη. Απέστρεψε το βλέμμα μέχρι να το καλύψει με το καινούριο ρούχο. Αυτό έκανε όταν δεν άντεχε. Φόρεσε το υπέροχο φόρεμα στα τυφλά, μοσχοβολούσε παιδικό σαπούνι. Τράβηξε το λαστιχάκι που κρατούσε τα μαλλιά της πίσω. Άνοιξε το σακίδιο και έβαλε λίγο κραγιόν. Τώρα μπορούσε να κοιτάξει στον καθρέφτη. Τώρα ροδαλά μάγουλα και στόμα τριαντάφυλλο, μαλλιά μέχρι τους ώμους χρυσά, πριγκίπισσα τώρα. Έτοιμη για τη γιορτή της.
Τράβηξε τη βαριά κουρτίνα και βγήκε με μικρά μαλακά βήματα έξω. Είδε τη λευκή αντανάκλαση στον απέναντι καθρέφτη, ολόκληρος ο τοίχος γεμάτος από την πριγκίπισσά της. Έκανε μια στροφή με τα χέρια ανοιχτά σαν να χόρευε.
"Χλόη;"
Σταμάτησε. Ποιος φώναζε τ' όνομά της; Ποιος τόνιζε τόσο το "ο"; Χλόοοη; Γύρισε απότομα το κεφάλι. Τα μαλλιά της μετέωρα ένα δευτερόλεπτο.
"Εσύ;" είπε ακόμα μη πιστεύοντας. Παγωμένη. "Πού βρέθηκες εσύ εδώ;"
Σιωπή. Χαμογελάει. Την κοιτάει. Όπως εκτιμάς ένα εξοχικό σπίτι, που κάποτε περνούσες τα καλοκαίρια. Με νοσταλγία αλλά ξένος. Ψάχνεις να δεις τι έμεινε. Βλέπεις τα γκρεμίδια. Διαπιστωτικά. Μένεις αλλού πια. Δε σε νοιάζει. Τις περισσότερες φορές ευτυχής που δεν το αγόρασες.
"Τρόμαξα να σε γνωρίσω..."
Τρόμαξε να τη γνωρίσει. Δηλαδή; Βλέπει τις ουλές της; Αδύνατον κάτω απ' αυτό το φόρεμα. Καλά κρυμμένες ευτυχώς. Ή μήπως λησμονήθηκε; Τόσο εύκολα λησμονήθηκε; "Τι συνορεύει πιο πολύ με το θάνατο;" της έλεγε κάποτε. "Να λιγοστεύεις στη μνήμη όσων σ'αγάπησαν". Ποτέ δε λιγόστεψε Εκείνος. Σαν να την καταράστηκε φεύγοντας. Κάθε πρωί τον ξέπλενε από πάνω της και κάθε βράδυ επέστρεφε ακέραιος στον εφιάλτη της. Ακόμα ένας καλεσμένος που δεν ήρθε στο πάρτι.
"Παντρεύεσαι..."
"Ναι..."
Ναι, που πάει να πει σε ξέχασα. Κι ύστερα ξέχασα ότι σε ξέχασα. Ξέχασα πόσο όμορφος ήσουν. Δε βλέπω πόσο όμορφος είσαι ακόμα. Και τα μαλλιά σου τα μαύρα. Ούτε μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου μετά από τόσα χρόνια. Ούτε μια άσπρη τρίχα στην καρδιά σου όπως φαίνεται.
"Σου πάει".
"Ναι".
Κι εσένα σου πάει το τουίντ σακάκι, αλλά πάλι εσένα όλα σού πήγαιναν, τα κοτλέ παντελόνια, τα καστόρινα παπούτσια, τα καρό κασκόλ, οι χακί καμπαρτίνες, όλα ήταν εσύ, τα φορούσες, δε σε φορούσαν, όπως και η ζωή σου, την πήγαινες, δε σε πήγαινε. Η πυκνή ζωή σου.
"Ποιος είναι ο τυχερός;"
Δεν το εννοούσε. Το είπε όπως το λένε σ'ένα παιδί μπράβο. Πόσω χρονώ είσαι; Έξι. Μπράβο! Από αμηχανία. Εν τη ρύμη του λόγου. Ρωτάς ποιος είναι ο τυχερός λοιπόν; Για να δούμε. Ποιος δε θα 'θελες να 'ναι;
"Δεν τον ξέρεις. Γάλλος είναι. Ο Ζαν-Ζακ. Σεναριογράφος".
"Γάλλος! Πού τον ξετρύπωσες;"
"Τον γνώρισα στο Παρίσι, όταν έκανα μεταπτυχιακά".
Έκπληξη, ε; Ταξίδια κι έρωτας μαζί. Τι νόμιζες δηλαδή; Μόνο εσύ φροντίζεις για την πυκνότητα της ζωής σου;
"Πότε έκανες μεταπτυχιακά;"
"Αμέσως μετά".
Σιωπή. Όλοι ήξεραν τι σήμαιναν αυτές οι δυο λέξεις.
"Δηλαδή ζείς στο Παρίσι; Γι'αυτό δε σε πέτυχα ποτέ στο δρόμο".
"Και ναι και όχι. Το μισό χρόνο".
"Και η δουλειά;"
"Γράφω. Ευτυχώς γίνεται κι εδώ κι εκεί".
"Γράφες! Τι γράφεις;"
"Τώρα; Ένα σενάριο για τη γαλλική τηλεόραση, ευρωπαϊκή συμπαραγωγή. Μαζί με τον Ζαν-Ζακ".
"Μπράβο, Χλόη! Θα το δούμε δηλαδή;"
"Αν έρθετε στο Παρίσι, βεβαίως θα το δείτε. Αλλιώς θα πρέπει να ελπίζετε να το αγοράσει η ΕΤ".
"Τι θέμα;"
"Χμ... Για να στο πω συνοπτικά, μιλάει για την πυκνότητα της ζωής μας".
Γιατί στραβομουτσουνιάζεις αγάπη μου; Σωστά άκουσες. Σε μάσησα και σ' έκανα ακίνδυνες λέξεις, λέξεις που θα με κάνουν πλούσια και διάσημη κι ανέφικτη για σένα. Σε τίναξα από πάνω μου όπως τινάζει ο σκύλος τα βρομόνερα απ' τη γούνα του. Κοίτα με καλά τώρα . Στο κέντρο του παραμυθιού μου βασίλισσα τώρα, το λευκό μου φουστάνι ανεμίζει, τα μαλλιά μου χρυσά στους ώμους, τα τηλεοπτικά συνεργεία έτοιμα στο πρόσταγμά μου, ο Ζαν-Ζακ δίπλα μου, του ζητάω λίγο παγωμένο νερό, κι ο ανόητος όμορφος άντρας απέναντί μου, εσύ, με κοιτά όπως δε μ' είχε κοιτάξει ποτέ. Με θαυμασμό. Δεν έχεις άδικο. Ποτέ δεν ήμουν πιο ωραία από σήμερα, ποτέ δεν κατοίκησα σε τόσο ηλιόλουστη, σε τόσο τολμηρή αφήγηση.
"Εσύ;" τον ρώτησε ξεθαρρεμένη πια, τινάζοντας τον χρυσό καταρράκτη πίσω. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε ένα πουράκι. Υπέροχη. Κάθισε στο σκαμπό ανασηκώνοντας λίγο το μακρύ φόρεμα, τα πόδια της μακριά και λεπτά σταύρωσαν ανέμελα. "Τι κάνεις εδώ;"
......................................................................................................
"Έχω αρχίσει μια μορφή συνεργασίας με τη Λου. Στις εξαγωγές. Ξέρεις".
Δεν ξέρω. Πώς να ξέρω; Ποτέ δε θέλησες να ξέρω πόσο πυκνή έγινε η ζωή σου. Με άφησες να πνίγομαι μόνη μου στη σούπα.
Κι εκείνη; Η ερώτηση έκαιγε τη γλώσσα της, μα λέξεις δε γινόταν. Τι να ρωτήσεις άμα φοβάσαι τόσο την απάντηση; Καλύτερα όχι. Ευεργεσία η άγνοια. Την πλάθεις την άγνοια σιγά σιγά σε ό,τι σχήμα θέλεις. Ενώ η γνώση ξυράφι. Σε κόβει κάθε μέρα. Πάει να κάνει κρούστα η πληγή και ξανανοίγει. Αίμα ξανά. Μέχρι πότε αυτό το αίμα; Να φύγει λοιπόν, να τον προλάβει. Να φύγει όσο ακόμα είναι πριγκίπισσα.
"Πάω ν' αλλάξω. Με περιμένουν..."
Πληθυντικός αριθμός. Της ευπρέπειας. Δε λες "με περιμένει" σε παλιό εραστή. Απαγορευμένη η επίδειξη ευτυχίας. Κακόγουστος ο πλούσιος που ανεμίζει τα φλουριά του. Λες απλώς "με περιμένουν" και χαμογελάς. Θα καταλάβει Εκείνος, μην ανησυχείς. Και θα νιώσει το αναπόφευκτο τσίμπημα. Αυτό που νιώθεις όταν δε σε ψάχνει πια αυτή που σ' έψαχνε, δε σε περιμένει αυτή που ανυπομονούσε να σε δει, όταν άλλος έχει πάρει τη θέση σου στο κρεβάτι της, στο τραπέζι της, δίπλα της στο σινεμά. Έστω κι αν απ' τη θέση αυτή μόνος σου σηκώθηκες κι έφυγες. Αντικαταστάθηκες κι αυτό έχει σημασία. Ουδείς αναντικατάστατος, ναι, αλλά πονάει όταν εσύ είσαι ο ουδείς.
Της χαμογελάει ξανά.
"Χάρηκα πολύ που σε είδα. Έστω κι έτσι".
Τι εννοούσε έστω κι έτσι; Κατά πάσα πιθανότητα του ξέφυγε. Έστω κι ευτυχισμένη, ήθελε να πει. Θα προτιμούσε να την έβλεπε κουρέλι. Να έλεγε μετά στους φίλους του, σ' Εκείνη, ξέρεις ποια είδα σήμερα; Τη Χλόη, τη θυμάσαι; Ε, λοιπόν, τρόμαξα να τη γνωρίσω. Χάλια. Χάλια. Ήμουν εγώ μ' αυτή τη γυναίκα;
"Κι εγώ χάρηκα..."
Δίστασε ένα λεπτό. Κρατούσε το βελούδινο παραβάν με το 'να χέρι κι έπαιζε με τα μαλλιά της με το άλλο.
"Χαιρετίσματα στη Μάνια".
Σιωπή. Εκείνος σηκώνει το κεφάλι αιφνιδιασμένος. Νόμιζες πως δε θα ρωτούσα, ε; Κι εγώ το ίδιο νόμιζα αλλά δεν. Μερικές φορές όσο και να, δεν. Αδύνατον. Ο εαυτός σου πολεμάει τον εαυτό σου.
"Θα της τα δώσω. Μόλις τη δω. Είναι στη Νέα Υόρκη, γίνεται ένα συνέδριο για την Ανταρκτική. Μ'αυτό ασχολείται τώρα. Είναι ένα γκρουπ ανθρώπων όλων των ειδικοτήτων".
Καλά, καλά, μη συνεχίζεις καταλάβαμε. Η πυκνότητα της ζωής της πυκνότατη. Σαν τη δική σου.
Βούρκωσε. Πάει. Αυτό ήταν. Βατραχίνα πια η πριγκίπισσα. Λερώθηκε το λευκό φουστάνι, εξατμίστηκε ο Ζαν-Ζακ. Την πέταξαν ξανά μες στη σούπα της.
Άνοιξε διάπλατα την κουρτίνα, χώθηκε από πίσω, την ξανατράβηξε. Αδύνατον να εκθέτει το πρόσωπό της άλλο σ' Εκείνον. Αδύνατον έτσι γυμνό.
"Γεια χαρά λοιπόν", του είπε από μέσα. "Στο επανιδείν".
"Στο επανιδείν", επανέλαβε κι αυτός. Ξαφνιασμένος. Δεν περίμενε την έκτακτη απόσυρσή της.
Άκουσε τα βήματά του να απομακρύνονται. Έβγαλε το λευκό άχρηστο φόρεμα και ξανακρύφτηκε στο δικό της. Βγήκε τρέχοντας σχεδόν έξω απ' το κατάστημα. Ευχόταν με όλη της τη δύναμη να μη συναντήσει την πωλήτρια στο δρόμο της. Ούτε Εκείνον φυσικά. Κυρίως να μη συναντήσει Εκείνον. Το πεζοδρόμιο έκαιγε απ' τον ήλιο. "Ταξί", φώναξε, "ταξί!" Έλα, πρέπει να απομακρυνθώ απ' αυτό το ναρκοπέδιο, πήγαινέ με σπίτι, στην τρύπα μου. Αν αυτό είναι ζωή, δεν μπορώ να το συνεχίσω. Θέλω μόνο να βραδιάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Να τελειώσει πια αυτό το έργο.
Να ξεκουραστώ.


Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο της Λένας Διβάνη, "Ψέματα".

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

d.

7217_100577183293611_100000239895743_14203_7828070_n.jpg
fitter, happier, more productive..
see? she's right in front of her mirror
more productive..
she ain't coming back in her perfectly shaped bubble
not drinking too much..
she once used to live in the magic valley
regular exercise at the gym..
expected herself to love or to be loved
3 days a week..
pauses in her head, fears in her heart
getting on better with your associate employee contemporaries
..
it was the price she paid for happiness
at ease, eating well..
she was a day-dreamer
no more microwave dinners and saturated fats..
she owed that black and white tree, called ecstasy
a patient better driver, a safer car..
sour memories, no more!
baby smiling in back seat..
she faked a smile
sleeping well..
they accuse but she has no excuse
no bad dreams, no paranoia..
such a blissful ignorance
careful to all animals..
she was the queen of her dominion
no killing moths or putting boiling water on the ants..
mourning for lost melodies
car wash, also on sundays..
eyes dimmed with tears, for sounds that don't exist
no longer afraid of the dark or midday shadows..
sounds discordant
nothing so ridiculously teenage and desperate..
looks like invisible puppets in a drama film
nothing so childish, at a better pace..
like the phantom in the crowd
slower and more calculated..
all she did was mumbling a word, CIRCLE
no chance of escape, now self-employed..
mimes, in a role that doesn't fit
concerned but powerless..
hope was the conqueror, human is the worm
an empowered and informed member of society..
she had a wan smile in her mouth, lucky her
pragmatism not idealism..
the shiny star mumbled she still had her throne
will not cry in public..
soul - a darkened glass of mystery
less chance of illness, tires that grip in the wet..
spirited, haunted, stranger between strangers
shot of baby strapped in back seat..
death left its scar
a good memory..
the feeble light OF eternity
still cries at a good film, still kisses with saliva..
but she was crying out for a breath
no longer empty and frantic..
only this and nothing more
like a cat tied to a stick..
but the stars never talk, poor girl
that's driven into frozen winter shit..
out of time
the ability to laugh at weakness..
the curtain falls
calm, fitter, healthier and more productive..
end of story
a pig in a cage on antibiotics|||
is it LIFE or something?

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

breathe me

γιατί
ξέρω,
ξέρεις,
ξέρουμε,
ξέρουν,
όλοι το ξέρουν, βαρέθηκα,
υποκείμενο ο εφιάλτης, αντικείμενο η ανία, βαρέθηκα
να σκέφτομαι, βαρέθηκα
το χάος, βαρέθηκα
τα ασπρόμαυρα καμουφλάζ, βαρέθηκα,
βαρέθηκα
εσένα
κι εμένα
να καθόμαστε αγκαλιά
με ένα κουτί για κάθε καρδιά, δύο πες,
αν μπορείς να πεις
και να ακούμε,
να ακούμε το ρολόι, τικ τακ,
τα λεπτά
να περνούν βασανιστικά,
να προσπαθώ να αναπνέυσω, να αργοπεθαίνω, τικ τακ
κι εσύ να με κοιτάς δαίμονα, να με κοιτάς με μάτια κενά, θολά,
κραυγές να αντηχούν ψίθυροι στ'αυτιά μου,
δε μιλάς,
κανείς δε σου 'μαθε να μιλάς,
φάντασμα του μυαλού μου,
σαν άλλη ψεύτικη μαριονέτα μου, τικ τακ,
οι ακατανόητες κινήσεις
ο απρόσκλητος επισκέπτης σε όνειρο,
μελωδική, ελκυστική αυτοκαταστροφή,
πάψε,
μη μιλάς,
ούρλιαξε,
μπορείς;
σε μισώ, σε μισώ,
παράνοια, ανόητε, μικρέ,
τι ονόματα και τι μισόλογα,
ανόητε,
γελοίε άνθρωπε,
απάνθρωπε,
δήθεν
δήθεν
δήθεν
εραστή,
μίλα,
μπορείς;
αναμνήσεις δηλητήριο, στριγγλιές,
να φωνάζω, να ουρλιάζω, να παρακαλώ, να ικετεύω,
η φωνή μου να πλημμυρίζει το σάπιο δωμάτιο
αποτυχίες μιας ζωής, γυάλινος κόσμος,
μάλλον σκάσε, σκάσε, μη μιλάς, μίλα, μη μιλάς
μίλα μου, λίγο, μόνο λίγο,
αλλεπάλληλα συναισθήματα, ασυναίσθητα,
συνειδητά και ασυνείδητα
υπάρχω,
καμιά φορά
υπάρχεις
κι εσύ.
λυπάμαι,
βαρέθηκα.

*Lost myself again and I feel unsafe*

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

where is my mind?

Θέλω,
τι θέλω,
θέλω διακοπές, ταξίδια, ξενύχτια, μικρού μήκους, πλωμάρι με το νασούλι, μουσική, αγκαλιές, φιλιά,
isn't it marvelous that we have been given the gift of seeing and hearing?
θέλω πάρτι, τραγούδια, καφρίλες με την ηρώ, χρώματα, κραυγές, κολλάζ, βαλαωρίτου, φως, ήχους, στολίδια, αγάπες, καφέδες τα μεσημέρια, ύνπο,
of course seeing gives us a wonderful picture of the world around us...
θέλω θάλασσα, φωνές, χορό,
but i wonder how many of you think about hearing as giving us wonderful soundpictures...
θέλω ταινίες, φιλοσοφίες με το μούκι, σκοτάδι, μουσική, κι άλλη μουσική, γκάζι, κιθάρες στην παραλία,
for, sounds are really tone colors that give us a picture of what we hear...
θέλω τους φίλους μου, ταξίδια, πολύχρωμα ρούχα, πιάνο, ζωγραφιές, ρατατάτ με την αρετοκ, συναυλίες, όμορφες φωτογραφίες, παιχνίδια,
we have all enjoyed show-and-tell at school...
θέλω ευρώπη, τραγούδια, χρώματα, νερομπογιές,
but, how many of you have played the exciting game of hear-and-tell?
θέλω γιασεμιά, βραδάκια στα μπαλκόνια, φίλους, έρωτες, κύματα, ποτά, μεθυσμένες συζητήσεις, χάντρες στα μαλλιά, σαμοθράκη, μουσικές, νεροτσουλήθρες,
we will now hear sounds...
θέλω να κάνω φούσκες, να χορεύω στο δρόμο μόνη μου, να τρέχω
can you tell us what they are and who or what is making them?
θέλω ψημένα μαρσμαλοουζ, τζο, τρύπες, αστέρια, πλανήτες και μικρούς πρίγκηπες,
let's try...
θέλω ήλιο, μουσική, μουσική, μουσική, το ποδήλατό μου, την ησυχία μου, αφίσες, μιλκσέικ μπανάνα, μια αγκαλιά,
first, close your eyes, and when you hear each sound, try to guess what it is...
θέλω, θέλω, θέλω στιγμές θέλω,
either say what it is, or, if you are alone, just think about it...
θέλω χρόνο, μουσική, κοχύλια, ουρανό, άσκοπες βόλτες στο πουθενά, κάτι σαν χρυσόσκονη στα μαλλιά μου, πολύχρωμες κορδέλες, φως,
BETTER MAKE YOU BE MINE
θέλω αθήνα, θεσσαλονίκη, μουσική, αδρεναλίνη, άσπρο, μαύρο, κόκκινο, εσένα, εμένα, όλα, τίποτα.
FOREVER AND NO MORE.


Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ανώνυμο

Θραύσματα
σπασμένα γυαλιά
κι εκείνη
στο
σκοτάδι
να αποκρυπτογραφεί
σκιές
στα ερείπια
το αίμα στις
φλέβες
κυλά ασταμάτητα
σφυροκοπά
στα
μάτια
δάκρυα
παγωμένα
νέκρα
το μυαλό
κενό
εμμονή
δεν κοιμάται
τα βράδια
κουβάρια τα
σεντόνια
κι αυτή
αδιάκοπα
να στριφογυρίζει
με το τηλέφωνο
αγκαλιά
να το κοιτάζει
σχεδόν
παρακλητικά
ικετευτικά
τα τσιγάρα
τελειώσαν
δεν αντέχει
αγωνιά
ασφυκτυά
σε ζητά
σα να ζει
παρασιτικά
χάρη
σ'εσένα.
Καληνύχτα
σου
λέει
καληνύχτα
και
πεθαίνει.


Et si tu n'existais pas dis-moi pourquoi j'existerais...

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Παρασκευή βράδυ, ανθίζει το κακό (με τη συντροφιά του Baudelaire)

Στάχτες
σκορπισμένες, πτώματα,
ζωές
κατεστραμμένες,
κουφάρια, απομεινάρια φύλλων
στο προσκέφαλό
σου,
"ψυχή τρανή στο κρίμα",
στριγγλιές, πόνοι αβάσταχτοι
να σφίγγουν
αλαζονικά,
βασανιστικά,
το κορμί
σου,
ουρλιαχτά
αντηχούν στο μυαλό
σου,
σ'ανήλιαγη κάμαρη
αφήνεσαι,
"αίσχους μεγαλείο",
στοιχειωμένα
τα μάτια
σου
ορθάνοιχτα, ο δαίμονας
στα μάτια
σου
η φωτιά, η λάμψη
ο "έρωτας απάνω στο κρανίο",
υποκρισία,
κοροϊδία,
τα πόδια
σου
μπερδεμένα σε σάρκινους
ιστούς,
μα ειν' ιστοί
ακλόνητοι,
"αλίμονο! φαρμάκι
και
σπαθί",
αράχνες άσπλαχνες,
σατανικές
"μαχαίρι θελκτικό",
στο νεκροκρέβατό
σου
και
ολοένα να χάνεσαι
όλο και περισσότερο
στο μίασμα της
ωχρής ύπαρξής
σου
"το φέρετρό σου θα γενώ,
γλυκειά μου
μολυσμένη"
και
φτάνει
σου
λέω
φτάνει πια, μη,
μη μιλάς
ύπνο βαθύ
και
ατέρμονο
κοιμήσου
και
όταν
το σκέλεθρό
σου
άχαρο θα
κείτεται,
"γελώντας το δάκρυ σου
να κρύβεις",
μη
φοβηθείς
το
σκοτάδι,
του χάους
συνώνυμο είναι.


"Και το σκουλήκι θα σου τρώει τη σάρκα σου σαν τύψη".